- πλαίσιο
- Όρος που προέρχεται από το ρήμα πλαισιώνω = περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, κορνιζάρω. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική για να χαρακτηρίσει τις διακοσμήσεις της εξωτερικής όψης του πάνω τμήματος, προς την οροφή, μιας οικοδομής. Συνήθως όμως π. χαρακτηρίζουμε την κορνίζα ζωγραφικού πίνακα. Παλιότερα π. ονόμαζαν και τις σκαλισμένες κορνίζες διακοσμητικού χαρακτήρα, που είχαν συνήθως οι βενετσιάνικοι καθρέφτες. Τα π. αυτά είναι τώρα δυσεύρετα.
Βενετσιάνικος καθρέφτης με χρυσόχρωμο διακοσμητικό πλαίσιο. (Συλλογή Κουαλίνο, Τορίνο).
* * *το /πλαίσιον, ΝΜΑνεοελλ.1. τετράπλευρο ή και άλλου σχήματος περιθώριο το οποίο περιβάλλει οποιοδήποτε ομοιόσχημο κατασκεύσμα ή αντικείμενο2. σκελετός από ξύλο, μέταλλο ή και άλλο υλικό ο οποίος περιβάλλει, συγκρατεί, προφυλάσσει ή και διακοσμεί ένα αντικείμενο («πλαίσιο κεντήματος»)3. διακοσμητικό περίβλημα φωτογραφίας ή ζωγραφικού πίνακα, κν. κορνίζα4. (οικοδ.) φέρουσα κατασκευή αποτελούμενη από οριζόντιες, κατακόρυφες ή και πλάγιες άκαμπτες ράβδους, ράβδους, δηλ. από ξύλο, χάλυβα ή, κυρίως, οπλισμένο σκυρόδεμα, που συνδέονται μεταξύ τους σε άκαμπτους κόμβους και συγκροτούν απλό, πολλαπλό ή πολυώροφο δομικό σκελετό5. τεχνολ. χαλύβδινος, συνήθως, σκελετός πάνω στον οποίο προσαρμόζονται, άμεσα ή έμμεσα, τα λοιπά εξαρτήματα μηχανής ή οχήματος6. η βάση προσαρμογής τών λειτουργικών εξαρτημάτων ραδιοφώνου ή άλλης ηλεκτρονικής συσκευής, η οποία λειτουργεί ως ισοδυναμική επιφάνεια εξισορροπώντας ανεπιθύμητες διαφορές δυναμικού μεταξύ τών διαφόρων εξαρτημάτων7. (ραδιοηλ.) τύπος κατευθυνόμενης κεραίας, με τετραγωνική, εξαγωνική ή κυκλική μορφή, η οποία αποτελείται από μία ή περισσότερες σπείρες μονωμένου σύρματος8. αρχιτ. ανάγλυφο περίβλημα κτίσματος από λαξευτές πέτρες, γύψο, μπετόν ή μέταλλο9. μτφ. το όριο ή τα όρια εντός τών οποίων υπάρχει ή γίνεται κάτι («ενεργώ εντός τών πλαισίων τού νόμου»)10. φρ. «δειγματοληπτικό πλαίσιο [ή σκελετός]» — ένας κατάλογος λ.χ. τών υπαλλήλων πολλών ομοειδών επιχειρήσεων, τών καταστημάτων ή και τών οικιών μιας πόλης ή, ακόμη, κατάλογος που αναφέρεται σε καλώς προσδιορισμένες γεωγραφικές περιοχές, από όπου στη συνέχεια θα επιλεγούν οι κατάλληλες μονάδες τού δείγματοςαρχ.1. τετράπλευρο επίμηκες κατασκεύασμα που χρησιμοποιούσαν στην πλινθοποιία, καλούπι κατασκευής πλίνθων2. κάθε επίμηκες τετράπλευρο κατασκεύασμα3. επίμηκες ικρίωμα ή εξέδρα4. παράταξη στρατιωτών σε επίμηκες ή ισόπλευρο τετράγωνο σχήμα5. στον πληθ. τὰ πλαίσιαοι σκελετοί στους οποίους ήταν τοποθετημένοι οι άξονες τού Σόλωνος, δηλαδή οι ξύλινοι πίνακες τών νόμων στην Αθήνα, οι οποίοι ήταν κατασκευασμένοι έτσι ώστε να περιστρέφονται6. φρ. «ἐν πλαισίῳ»i) σε τετράγωνο σχήμαii) σε ετερόμηκες σχήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το θ. τών λ. πλατύς, πλάτος κ.λπ. φαίνεται ελάχιστα πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.